- κομβολόγιο(ν)
- το (η κομβολόγιον) βλ. κομπολίινεοελλ.φρ. «ραχιτικό κομβολόγιο»ιατρ. σειρά διογκώσεων που θυμίζουν χάντρες κομπολογιού και εμφανίζονται στο όριο χόνδρου και οστού κάθε πλευράς στις περιπτώσεις ραχίτιδας και σπανιότερα σκορβούτου, χονδροδυστροφίας κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ως όρος τής ιατρ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. rachitic rosaryτο πρώτο σκέλος τού όρου είναι αντιδάνεια λ. (rachitic < ραχιτικός) και το δεύτερο απόδοση (rosary «κομβολόγιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.